Σύμφωνα με το ψήφισμα της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης στην Τροιζήνα στις 22 Φεβρουαρίου 1827 αποφασίστηκε ότι η ελληνική επικράτεια αποτελείται από όλες τις επαρχίες που επαναστάτησαν κατά της οθωμανικής κυριαρχίας μετά την έναρξη της Επανάστασης το 1821.
Στις 15 Ιουλίου 1827 ο Κωνσταντίνος Δηλιγιάννης παρουσιάστηκε στη Βουλή μαζί με το παραστατικό του έγγραφο και ζήτησε να γίνει δεκτός ως εκλεγμένος αντιπρόσωπος των Ιωαννίνων. Σχετικά με τις επαρχίες που δεν είχαν προηγούμενη αντιπροσώπευση η Βουλή απάντησε ωστόσο ότι θα λάμβανε μια γενική απόφαση για όλες σε επόμενη συνεδρίασή της. Στις 10 Αυγούστου παρουσιάστηκε νέα αναφορά του Κων. Δηλιγιάννη, υπογεγραμμένη και από τον Νικόλαο Λουριώτη ως αντιπροσώπου Άρτης, οι οποίοι ζητούσαν να λάβουν μια απάντηση. Ωστόσο, η ολομέλεια μετέθεσε οποιαδήποτε απόφαση μετά την αναχώρησή της από το Ναύπλιο, λόγω των στρατιωτικών συγκρούσεων και την εγκατάστασή της στην Αίγινα. Στις 27 Αυγούστου 1827, και ενώ η Βουλή είχε εγκατασταθεί στην Αίγινα, παρουσιάστηκαν δύο αναφορές, η πρώτη του Δούκα Κωνσταντίνου και η δεύτερη του Λουκά Βάια, οι οποίοι υπέγραφαν ως αντιπρόσωποι της Ηπείρου για την ολομέλεια. Η Βουλή μετέθεσε εκ νέου την απόφασή της για τη συνεδρίαση της 29ης Αυγούστου. Πράγματι, στη μυστική συνεδρίαση που συγκλήθηκε δύο ημέρες μετά, πρώτο θέμα της ημερήσιας διάταξης ήταν η αναγνώριση του αντιπροσωπευτικού δικαιώματος της Ηπείρου και των λοιπών επαρχιών, που δεν είχαν εκπροσωπηθεί έως τότε. Ειδικότερα για την Ήπειρο η ολομέλεια κατέληξε ότι η τμηματική εκλογή που είχε συντελεστεί, αντέβαινε τον εκλογικό νόμο και συνεπώς ήταν παράνομη, ενώ για τις άλλες επαρχίες που επίσης είχαν αιτηθεί την ένταξη των αντιπροσώπων τους στην εθνική ολομέλεια δεν έλαβε απόφαση. Αποφασίστηκε, ωστόσο, ότι το ζήτημα θα επανερχόταν στην ημερήσια διάταξη εφόσον και όταν οι μισοί από τους παρευρισκόμενους βουλευτές ζητήσουν να ανανεωθεί η σχετική συζήτηση. Οι αποφάσεις του σώματος δεν δημοσιεύθηκαν, καθώς η συνεδρίαση ήταν μυστική. Έτσι, την επόμενη ημέρα, στις 30 Αυγούστου 1827, ο Κων. Δηλιγιάννης επανέλαβε το αίτημα του να γίνει δεκτός ως αντιπρόσωπος των Ιωαννίνων, ενώ ζητούσε σε περίπτωση που η απόφαση της Βουλής ήταν αρνητική να του παραδοθεί το αιτιολογικό της απόρριψης της εκλογής του ώστε να το ανακοινώσει στους συμπατριώτες του. Η ολομέλεια μετέθεσε την απόφαση σε επόμενη συνεδρίαση.
Στη συνέχεια, παρουσιάστηκε στις 9 Σεπτεμβρίου αναφορά του αντιπροσώπου Ηπείρου Δούκα Κωνσταντίνου, ζητώντας επίσης να του ανακοινωθεί το αιτιολογική της απόρριψης των αντιπροσώπων της Ηπείρου και γιατί δεν λήφθηκε υπόψη η παράμετρος ότι οι πληρεξούσιοι της επαρχίας είχαν γίνει δεκτοί στην Επίδαυρο και στην Τροιζήνα. Στην αναφορά του ο Δούκας Κωνσταντίνου συνέχιζε καταγγέλλοντας ως παράνομη την εκλογή πολλών άλλων βουλευτών και αμφισβητώντας εξολοκλήρου τη νομιμότητα της Βουλής. Κατά την εξέταση της αναφοράς από τη Βουλή προέκυψε ότι ο Δούκας Κωνσταντίνου, ο οποίος είχε ενταχθεί στο στρατιωτικό σώμα του Αλέξανδρου Υψηλάντη στην Βλαχία, είχε αποκηρυχθεί, ενώ τα τελευταία δύο χρόνια που βρισκόταν στην Ελλάδα δεν είχε λάβει μέρος στις πολεμικές συγκρούσεις ενάντια στις οθωμανικές δυνάμεις. Εντούτοις η Βουλή επισήμανε ότι συμμετείχε σε συνωμοτικές κινήσεις, όπως αυτές που προκάλεσαν τη λεηλασία της πόλης του Ναυπλίου και εξανάγκασαν τη Διοίκηση να μετακινηθεί στην Αίγινα. Έτσι, αποφασίστηκε από την ολομέλεια η αποκήρυξή του, η αφαίρεση των πολιτικών και των στρατιωτικών του δικαιωμάτων, αλλά και του δικαιώματος να προσδιορίζεται ως «Έλλην» και «εξοστρακίστηκε» από την ελληνική επικράτεια. Η απόφαση επικυρώθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου και σε αυτήν προστέθηκε η απαγόρευση εισόδου στην έδρα της Διοίκησης, σε φρούρια και στις πόλεις που τη περιβάλουν και ανακοινώθηκε ότι το ψήφισμα θα δημοσιοποιούταν στην αυριανή δημόσια συνεδρίαση αλλά και στον Τύπο.
Ο Κων. Δηλιγιάννης και ο Λουκάς Βάιας επανήλθαν στο σώμα στις 20 Σεπτεμβρίου 1827, αλλά η Βουλή παρέπεμψε ξανά τη λήψη απόφασης σε επόμενη συνεδρίαση. Στις 27 Οκτωβρίου αντιπρόσωποι της Ηπείρου που βρίσκονταν στην απελευθερωμένη Ελλάδα έστειλαν νέα αναφορά, εκφράζοντας τη δυσαρέσκειά τους για τον αποκλεισμό των αντιπροσώπων τους από τη Βουλή και την παραβίαση των συνταγματικών τους δικαιωμάτων, όπως αυτά είχαν κατοχυρωθεί στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση στην Τροιζήνα. Συγχρόνως, παρουσιάστηκε και αναφορά των εκλεκτόρων της επαρχίας Μετζόβου και Μαλακάσης που όριζαν αντιπρόσωπό τους τον Αναστάσιο Ιωάννου Καραμήχο. Η Βουλή μετέθεσε εκ νέου την απόφαση για τα παραστατικά της Ηπείρου σε επόμενη συνεδρίαση. Σχεδόν ένα μήνα μετά παρουσιάστηκε νέα αναφορά των Ηπειρωτών, συνοδευόμενη από αναφορά της επιτροπής του Α΄ Σώματος της Στερεάς Ελλάδας προς υποστήριξη του αντιπροσωπευτικού τους δικαιώματος χωρίς απόκριση από την ολομέλεια.
Η αντιπροσώπευση της Ηπείρου δεν επανήλθε μέχρι τη λήξη των συνεδριάσεων της Βουλής. Οι αντιπρόσωποι που είχαν παρουσιαστεί δεν έγιναν δεκτοί. Μια πιθανή αιτιολόγηση της απόρριψης μπορεί να εντοπιστεί στη μυστική συνεδρίαση της 29ης Αυγούστου 1827, στην οποία αποφασίστηκε ότι η τμηματική ανάδειξη των αντιπροσώπων αντέβαινε τις διατάξεις του εκλογικού νόμου και δεν μπορούσε να επικυρωθεί.