Με βάση τον εκλογικό νόμο της 9ης Νοεμβρίου 1822 και τη διακήρυξη του Εκτελεστικού Σώματος της ίδιας ημέρας, προκηρύχθηκαν εκλογές για το Β΄ Βουλευτικό, ωστόσο η Διοίκηση τελικά προχώρησε στη σύγκληση της Β΄ Εθνοσυνέλευσης στις 29 Μαρτίου 1823.
Η εκλογή του ενός εκ των πληρεξουσίων της επαρχίας Παλαιών Πατρών στη Β΄ Εθνοσυνέλευση και του παραστάτη της στο Β΄ Βουλευτικό πραγματοποιήθηκε σε άγνωστη τοποθεσία την 1η Μαρτίου 1823 και είχε ως αποτέλεσμα την ανάδειξη στις θέσεις αυτές του Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλου. Το έγγραφο της εκλογής του έφερε συνολικά 30 υπογραφές. Εντούτοις, είναι βέβαιο ότι υπήρχε τουλάχιστον ένα ακόμη παραστατικό έγγραφο εκλογής με άγνωστη ημερομηνία, στο όνομα του Νικολάου Λόντου. Στις 6 Απριλίου το παραστατικό έγγραφο της εκλογής του Παπαδιαμαντόπουλου υποβλήθηκε στην επιτροπή που είχε συστήσει η εθνοσυνέλευση για την εξέταση των εγγράφων εκλογής των πληρεξουσίων και των παραστατών, ο πρόεδρος της οποίας Γ. Καλαράς το προώθησε στην κεντρική διοίκηση και παρέπεμψε στα όργανά της την επίλυση της διαφοράς που είχε προκύψει για τη θέση του παραστάτη.
Από τα πρακτικά της εθνοσυνέλευσης επιβεβαιώνεται η συμμετοχή στις συνεδριάσεις των Δημητρίου Αντωνόπουλου, Ανδρέα Καλαμογδάρτη, Γεράσιμου Κομποθέκρα, Χριστόδουλου Κρητικού, Νικολάου Λόντου, Μήτρου Παναγόπουλου, Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλου και Γεωργίου Τζέρτου. Μολονότι σε δύο αναφορές των πληρεξουσίων της επαρχίας συνυπογράφει ως πληρεξούσιος και ο Πόλος Φιλάρετος, δεν φαίνεται να έγινε δεκτός ως νόμιμος αντιπρόσωπος από την εθνοσυνέλευση.
Ενώ βρίσκονταν σε εξέλιξη οι εργασίες της εθνοσυνέλευσης, υπήρξε αντιπαράθεση αναφορικά με τη θέση του παραστάτη της επαρχίας Παλαιών Πατρών στο Β΄ Βουλευτικό, την οποία διεκδίκησαν δύο από τους πληρεξουσίους της περιοχής, οι Νικόλαος Λόντος και Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος. Στις 12 Απριλίου 1823 κάτοικοι της επαρχίας ενημέρωσαν με αναφορά τους την κεντρική διοίκηση ότι ορισμένοι συμπατριώτες τους είχαν συνυπογράψει ένα παραστατικό έγγραφο που είχε συντάξει στο όνομά του και τους είχε αποστείλει ο Λόντος, επειδή θεωρούσαν ότι ο Παπαδιαμαντόπουλος δεν θα αποδεχόταν την εκλογή του στη θέση του παραστάτη. Επειδή όμως είχαν λάβει την πληροφορία από το Άστρος ότι ο Ιω. Παπαδιαμαντόπουλος είχε τελικά πειστεί να δεχθεί τη θέση και ότι ο Ν. Λόντος αρνιόταν να υποχωρήσει, ζήτησαν από την κεντρική διοίκηση να κάνει δεκτό ως νόμιμο παραστάτη τον πρώτο και από τον Λόντο να επανακάμψει στην επαρχία, όπου ήταν αναγκαίος.
Μετά την έναρξη των εργασιών του Βουλευτικού, κατά την πρώτη συνεδρίαση του σώματος, στις 26 Απριλίου 1823, η εκλογή παραπέμφθηκε από την ολομέλεια προς εξέταση, μαζί με άλλες διαφιλονικούμενες εκλογές, σε ειδική επιτροπή ελέγχου των παραστατικών εγγράφων. Στις 4 Μαΐου πέντε από τους πληρεξουσίους της επαρχίας στην εθνοσυνέλευση (Δ. Αντωνόπουλος, Γ. Κομποθέκρας, Χ. Κρητικός, Μ. Παναγόπουλος, Π. Φιλάρετος), υποστηρικτές της υποψηφιότητας του Ν. Λόντου, υπέβαλαν στην κεντρική διοίκηση αναφορά, με την οποία υποστήριξαν ότι η εκλογή του Λόντου είχε προηγηθεί χρονικά εκείνης του Παπαδιαμαντόπουλου και ήταν περισσότερο νόμιμη, καθόσον είχε γίνει από επαρχιακή συνέλευση. Οι πέντε πληρεξούσιοι κατήγγειλαν ότι ο Ιω. Παπαδιαμαντόπουλος είχε μεθοδεύσει την ανάδειξή του στη θέση του παραστάτη με δόλιο τρόπο, καθώς είχε στείλει στην επαρχία πλαστογραφημένες επιστολές των ίδιων υπέρ της εκλογής του, με τις οποίες εξαπάτησε μέρος των κατοίκων, που υπέγραψαν το παραστατικό έγγραφο στο όνομά του. Στις 5 Μαΐου ο γενικός γραμματέας του Εκτελεστικού Σώματος Α. Μαυροκορδάτος διαβίβασε την αναφορά στο Βουλευτικό.
Την ίδια ωστόσο ημέρα (5 Μαΐου 1823) η επιτροπή ελέγχου των παραστατικών εγγράφων εξέδωσε την απόφασή της για την υπόθεση, με την οποία δικαίωσε τον Παπαδιαμαντόπουλο. Στην απόφασή της η επιτροπή επεσήμανε ότι από τους δύο παραστάτες που είχε αναδείξει η επαρχία Παλαιών Πατρών, ο Ν. Λόντος είχε εκλεγεί από Πατρινούς που είχαν βρει καταφύγιο στις γειτονικές επαρχίες Πύργου και Γαστούνης και λίγα από τα χωριά της Πάτρας, ενώ την προτίμησή τους στον Ιω. Παπαδιαμαντόπουλο είχαν εκφράσει όλα σχεδόν τα χωριά της επαρχίας. Υιοθετώντας ως κριτήριο, με βάση τον εκλογικό νόμο, το γεγονός ότι «η ψήφος των πλειόνων» είχε ταχθεί υπέρ του Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλου, η επιτροπή επικύρωσε την εκλογή του και τον έκανε δεκτό ως νόμιμο παραστάτη Παλαιών Πατρών. Η απόφασή της κοινοποιήθηκε και αναγνώστηκε αυθημερόν στην ολομέλεια του σώματος.
Την επόμενη ημέρα, στις 6 Μαΐου 1823, οι πέντε πρώην πληρεξούσιοι της επαρχίας που είχαν υποβάλει την αναφορά της 4ης Μαΐου διαμαρτυρήθηκαν με έγγραφό τους προς την κεντρική διοίκηση, αυτή τη φορά από κοινού με τον Ν. Λόντο, εναντίον της απόφασης της επιτροπής, απαριθμώντας τους λόγους για τους οποίους το παραστατικό έγγραφο στο όνομα του Παπαδιαμαντόπουλου ήταν παράνομο, μεταγενέστερο και είχε λιγότερες υπογραφές σε σχέση με εκείνο που είχε καταθέσει ο Λόντος. Στις 7 Μαΐου αναγνώστηκαν ενώπιον της ολομέλειας του Βουλευτικού και οι δύο αναφορές των πληρεξουσίων υπέρ της νομιμότητας της εκλογής του Λόντου, αλλά το σώμα τις απέρριψε ως περιττές, εφόσον για την υπόθεση είχε ήδη αποφανθεί οριστικά η επιτροπή ελέγχου των παραστατικών εγγράφων.