Με βάση τον εκλογικό νόμο της 9ης Νοεμβρίου 1822 και τη διακήρυξη του Εκτελεστικού Σώματος της ίδιας ημέρας, προκηρύχθηκαν εκλογές για το Β΄ Βουλευτικό, ωστόσο η Διοίκηση τελικά προχώρησε στη σύγκληση της Β΄ Εθνοσυνέλευσης στις 29 Μαρτίου 1823.
Για τη διαδικασία ανάδειξης αντιπροσώπων στην επαρχία Αγ. Πέτρου δεν εντοπίστηκαν πληροφορίες. Από τα πρακτικά όμως της Εθνοσυνέλευσης προκύπτει η συμμετοχή στις εργασίες του σώματος των Κωνσταντίνου Ζαφειρόπουλου, Αναγνώστη Κοντάκη, Αναγνώστη Μανολάκη, Νικολάου Παλλαδά και Πάνου Σαρηγιάννη ως πληρεξούσιων της επαρχίας.
Το Β΄ Βουλευτικό έκανε δεκτό τον Κωνσταντίνο Ζαφειρόπουλο ως παραστάτης της επαρχίας Αγίου Πέτρου. Ωστόσο για την ανάδειξή του υπήρξε αμφισβήτηση, ήδη πριν από τη λήξη των εργασιών της Εθνοσυνέλευσης. Στις 11 Απριλίου 1823 ο πληρεξούσιος της επαρχίας Αναγνώστης Κοντάκης, από κοινού με τον Χρίστο Χαλούλο (ο οποίος υπέγραφε επίσης ως πληρεξούσιος, αλλά από τα πρακτικά φαίνεται ότι δεν είχε γίνει δεκτός ως μέλος της εθνοσυνέλευσης), κατήγγειλαν στην επιτροπή που είχε συστήσει η Εθνοσυνέλευση για την εξέταση των εγγράφων εκλογής των πληρεξουσίων και των παραστατών ότι ο εμφανιζόμενος ως παραστάτης της επαρχίας Κ. Ζαφειρόπουλος δεν είχε στην πραγματικότητα εκλεγεί. Την επόμενη ημέρα, στις 12 Απριλίου, η επιτροπή, μέσω του προέδρου της Γ. Καλαρά, προώθησε την αναφορά των Α. Κοντάκη και Χ. Χαλούλου στην κεντρική διοίκηση και παρέπεμψε στα όργανά της την επίλυση της διαφοράς. Ωστόσο από άλλα έγγραφα προκύπτει ότι στην επιτροπή ελέγχου των εγγράφων εκλογής της Εθνοσυνέλευσης κατατέθηκε παραστατικό έγγραφο εκλογής στο όνομα του Κ. Ζαφειρόπουλου και ότι η επιτροπή επικύρωσε την εκλογή του.
Εξαιτίας του γεγονότος αυτού, η επαρχία Αγ. Πέτρου δεν συγκαταλέγεται ανάμεσα στις διαφιλονικούμενες εκλογές, των οποίων η εξέταση παραπέμφθηκε κατά την πρώτη συνεδρίαση του Βουλευτικού, στις 26 Απριλίου 1823, σε ειδική επιτροπή ελέγχου των παραστατικών εγγράφων του σώματος. Ωστόσο, στις 5 Μαΐου 1823 25 εκλέκτορες της περιοχής υπέβαλαν νέα αναφορά προς την επαναστατική διοίκηση, με την οποία διαμαρτύρονταν για την αποδοχή της συμμετοχής του Κ. Ζαφειρόπουλου στο Βουλευτικό, σημειώνοντας ότι εκείνος είχε αποσπάσει με απάτη τις υπογραφές στο έγγραφό του τον περασμένο Οκτώβριο, πριν ακόμη εκδοθούν οι περί εκλογών διακηρύξεις, εκμεταλλευόμενος την ιδιότητα του μέλους της Πελοποννησιακής Γερουσίας, που κατά τους ίδιους του έδινε τη δυνατότητα να έχει πληροφόρηση εκ των προτέρων σχετικά με τις πολιτικές εξελίξεις. Στο ζήτημα επανήλθαν στις 6 Μαΐου με άλλο έγγραφό τους, ενώ στις 8 Μαΐου 1823 23 από τους εκλέκτορες κατηγόρησαν τα μέλη του Βουλευτικού ότι, χαριζόμενοι σε ένα άτομο για τις παράνομες πράξεις του, αγνοούσαν τα δικαιώματα ολόκληρης επαρχίας.
Στις 10 Μαΐου 1823 ο γενικός γραμματέας του Εκτελεστικού Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος διαβίβασε στο Βουλευτικό αντίγραφα των τεσσάρων αναφορών προκειμένου να αποφασίσει σχετικά με τη νομιμότητα της εκλογής του Ζαφειρόπουλου. Το ζήτημα συζητήθηκε στη συνεδρίαση του σώματος της επόμενης ημέρας (11 Μαΐου), στην οποία αποφασίστηκε ότι ο Ζαφειρόπουλος έπρεπε να θεωρηθεί ο νόμιμος παραστάτης της περιοχής. Σε έγγραφο που εξέδωσε την ίδια μέρα με αποδέκτη το Εκτελεστικό, το Βουλευτικό Σώμα επεσήμανε ότι οι αναφορές εναντίον του Ζαφειρόπουλου δεν είχαν αντίκρισμα, εφόσον το παραστατικό έγγραφο της εκλογής του ήταν το μόνο που είχε υποβληθεί από την επαρχία Αγ. Πέτρου στην επιτροπή της Εθνοσυνέλευσης του Άστρους, η οποία το είχε ελέγξει και το είχε θεωρήσει σύννομο. Ως αποτέλεσμα, ο Κωνσταντίνος Ζαφειρόπουλος παρέμεινε παραστάτης της επαρχίας Αγίου Πέτρου στο Β΄ Βουλευτικό.