Οι Κυδωνιές (σημ. Αϊβαλί) και τα Μοσχονήσια, περιοχές με ελληνόφωνο πληθυσμό, αποτελούσαν τμήμα της οθωμανικής αυτοκρατορίας κατά το 1827. Κάτοικοι των περιοχών αυτών συμμετείχαν στην Επανάσταση το 1821 και πολλοί εγκαταστάθηκαν στη συνέχεια σε περιοχές που αποτέλεσαν την απελευθερωμένη ελληνική επικράτεια.
Αξιοποιώντας την απόφαση της Εθνοσυνέλευσης στην Τροιζήνα, σύμφωνα με την οποία αναγνωριζόταν πως η ελληνική επικράτεια ήταν μία και ενιαία και αποτελούταν από τις επαρχίες που επαναστάτησαν και τον εκλογικό νόμο που όριζε έναν αντιπρόσωπο ανά εικοσιπέντε χιλιάδες κατοίκους, πάροικοι από τις Κυδωνιές και τα Μοσχονήσια που ήταν εγκατεστημένοι σε Αίγινα, Πόρο, Ύδρα, Μέθανα, Σύρα, Κρανίδι και Ερμιόνη και με τη σύμφωνη γνώμη όλων των υπόλοιπων συμπατριωτών τους στην επικράτεια εξέλεξαν νόμιμα και ομόφωνα αντιπρόσωπό τους, τον οποίο εφοδίασαν με τα αναγκαία έγγραφα για τη Βουλή των Ελλήνων. Στην αναφορά που υπέβαλαν στις 28 Αυγούστου 1827 δεκαεννέα «ευπειθείς πολίται Κυδωνιείς και Μοσχονησιώται» περιγράφοντας τα παραπάνω και διεκδικώντας την αναγνώριση του δικαιώματος αντιπροσώπευσης στην ολομέλεια, υπογράμμιζαν τη σημασία της αναγνώρισής τους ως κοινότητας, καθώς λόγω της πολυδιάσπασής τους στην επικράτεια δεν μπορούσαν να ενταχθούν ως ολότητα σε κάποια επαρχία. Επίσης, στα οφέλη για το έθνος από την αναγνώρισή τους πρόσθεταν την αξία της περιουσίας τους στον τόπο προέλευσής τους σε σύγκριση με τις οθωμανικές περιουσίες στην Πελοπόννησο και την Εύβοια στην επεξεργασία του θέματος των τουρκικών αποζημιώσεων. Καθότι η Βουλή δεν έλαβε κάποια απόφαση, στις 30 Αυγούστου εστάλη νέα αναφορά από τους Κυδωνιάτες και Μοσχονήσιους στην Αίγινα αυτή τη φορά, ζητώντας να αναγνωριστεί και σε εκείνους το αντιπροσωπευτικό τους δικαίωμα, όπως στους Χιώτες. Στη Βουλή η αναφορά τους παρουσιάστηκε μόλις στις 20 Σεπτεμβρίου, ενώ η ολομέλεια δεν έλαβε απόφαση και μετέθεσε το ζήτημα σε επόμενη συνεδρίαση. Στις 7 Οκτωβρίου οι Κυδωνιάτες και Μοσχονήσιοι επανέλαβαν τελευταία φορά το αίτημά τους να γίνει αποδεκτός ο αντιπρόσωπός τους στο σώμα. Παρά τις επαναλαμβανόμενες αναφορές το ζήτημα δεν επανήλθε σε άλλη συνεδρίαση της Βουλής.