Με βάση τον εκλογικό νόμο της 9ης Νοεμβρίου 1822 και τη διακήρυξη του Εκτελεστικού Σώματος της ίδιας ημέρας, προκηρύχθηκαν εκλογές για το Β΄ Βουλευτικό.
Η εκλογή του παραστάτη της επαρχίας Νάξου υπήρξε αρκετά επεισοδιακή, εξαιτίας της σύγκρουσης ανάμεσα στα χωριά του νησιού και την πρωτεύουσά του (Χώρα). Σύμφωνα με αναφορά του επάρχου Νάξου Παναγιώτη Δ. Δημητρακόπουλου με ημερομηνία 23 Δεκεμβρίου 1822 προς τον Μινίστρο Εσωτερικών Ιωάννη Κωλέττη, είχε κατορθώσει τις προηγούμενες μέρες με μεγάλη δυσκολία να πείσει τους επιτρόπους των σημαντικότερων χωριών του νησιού να μεταβούν στην πρωτεύουσα και να διορίσουν, από κοινού με τους επιτρόπους της Χώρας πέντε εκλέκτορες για την ανάδειξη παραστάτη, τους οποίους ο έπαρχος χαρακτήριζε ως τους «πλέον φρονίμους και υποληπτικούς». Από τους πέντε εκλέκτορες οι τρεις προέρχονταν από τα χωριά και οι δύο από τη Χώρα, προφανώς κατ’ αναλογία του πληθυσμού. Στις 13 Δεκεμβρίου 1822 συντάχθηκε μια αναφορά προς τον έπαρχο εκ μέρους της περιοχής της Δρυμαλίας, που περιείχε ορισμένα αιτήματα σχετικά με την αλλαγή της διοικητικής οργάνωσης του νησιού και την επαναφορά ορισμένων αυτοδιοικητικών προνομίων της περιοχής. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 18 Δεκεμβρίου, οι τρεις εκλέκτορες των χωριών υπέβαλαν την αναφορά στον έπαρχο, ο οποίος αρνήθηκε να δώσει απάντηση, επειδή θεωρούσε ότι τα αιτήματα ουσιαστικά αποσκοπούσαν στην απόσχιση των χωριών από τη Χώρα και ότι ο ίδιος ήταν αναρμόδιος. Ωστόσο οι αντιπρόσωποι τού απηύθυναν δεύτερο έγγραφο την ίδια μέρα, με το οποίο δήλωναν ότι έχουν την εντολή από τα χωριά, σε περίπτωση μη ικανοποίησης των αιτημάτων τους, να απόσχουν από την εκλογή παραστάτη. Στις 18 Δεκεμβρίου, ο έπαρχος, μην έχοντας άλλη επιλογή, αποδέχθηκε προσωρινά τα αιτήματα, μέχρι να ενημερώσει σχετικά την κεντρική διοίκηση, με αποτέλεσμα να προχωρήσει κανονικά η εκλογή παραστάτη. Στις 21 Δεκεμβρίου 1822, οι πέντε εκλέκτορες του νησιού, με τη συμμετοχή ενός αντιπροσώπου της Πάρου, που αποτελούσε ξεχωριστή αντεπαρχία εντός της ίδιας επαρχίας, του ανήγγειλαν ότι είχαν εκλέξει τελικά ως παραστάτη τον Νικόλαο Κόκκο, τον οποίο ο έπαρχος χαρακτήριζε «ευπατρίδην της νήσου ταύτης, άνδρα νουνεχή και ευσυνείδητον και υπέρ του κοινού καλού και την ψυχήν αυτού θύοντα».
Την ίδια μέρα ωστόσο οι πρόκριτοι των χωριών της Νάξου απαίτησαν από τους τρεις εκλέκτορές τους και τον έπαρχο να μην προβούν στην εκλογή παραστάτη, μέχρι να διευκρινιστεί η στάση της κεντρικής διοίκησης, και δήλωσαν προκαταβολικά, σε περίπτωση που είχε ήδη διενεργηθεί η εκλογή, ότι δεν επρόκειτο να αναγνωρίσουν το αποτέλεσμά της. Η διαμαρτυρία παρουσιάστηκε ενώπιον του επάρχου στις 3 Ιανουαρίου 1823 και είχε ως αποτέλεσμα, στις 6 Ιανουαρίου, να εμποδιστεί από την κοινοτική ηγεσία η αναχώρηση του Κόκκου από τη Νάξο, με το επιχείρημα ότι πλέον δεν μπορούσε να θεωρείται ότι αντιπροσώπευε τη θέληση της πλειοψηφίας των κατοίκων («ως μερικώς εκλεχθείς και όχι με των πλειόνων την ψήφον»).
Στις 29 Μαρτίου 1823 συγκλήθηκε, αντί του Βουλευτικού, η Β΄ Εθνοσυνέλευση στο Άστρος. Φαίνεται ότι τελικά η εκλογή του Ν. Κόκκου είχε εγκριθεί και από τις δύο αντίπαλες πλευρές, γιατί από τα πρακτικά της εθνοσυνέλευσης επιβεβαιώνεται η συμμετοχή του ως πληρεξουσίου στις συνεδριάσεις. Μολονότι σε αναφορά προς το Α΄ Βουλευτικό με ημερομηνία 26 Μαρτίου 1823 υπέγραφε ως πληρεξούσιος της νήσου και ο Μάρκος Δαμιράλης, από τα πρακτικά δεν επιβεβαιώνεται η συμμετοχή του στη Β΄ Εθνοσυνέλευση.
Μετά την ολοκλήρωση των εργασιών της εθνοσυνέλευσης, συγκροτήθηκε σε σώμα το Β΄ Βουλευτικό. Και στο σώμα αυτό την επαρχία Νάξου αντιπροσώπευσε ως παραστάτης ο Νικόλαος Κόκκος. Η εκλογή του υπήρξε αμφισβητούμενη και μάλιστα κατά την πρώτη συνεδρίαση του σώματος, στις 26 Απριλίου 1823, η εκλογή παραπέμφθηκε από την ολομέλεια προς εξέταση, μαζί με άλλες διαφιλονικούμενες εκλογές, σε ειδική επιτροπή ελέγχου των παραστατικών εγγράφων. Δεν γνωρίζουμε περισσότερα για τους λόγους της αμφισβήτησης, ούτε έχει εντοπιστεί στα αρχεία του Βουλευτικού κάποια απόφαση της επιτροπής σχετικά με την επικύρωση του αποτελέσματος της εκλογής της συγκεκριμένης επαρχίας. Είναι βέβαιο πάντως ότι έγινε δεκτός ως μέλος του σώματος.
Στις 27 Ιουνίου 1823 ο Ν. Κόκκος έλαβε άδεια να μεταβεί στην ιδιαίτερη πατρίδα του και ενδεχομένως δεν επέστρεψε στις εργασίες του σώματος, επικαλούμενος οικονομική δυσπραγία. Για το λόγο αυτό, η Νάξος συμπεριλήφθηκε στις νησιωτικές περιφέρειες τις οποίες το Βουλευτικό κάλεσε στις 15 Οκτωβρίου 1823 να ενεργήσουν άμεσα τη διεξαγωγή της εκλογής και την αποστολή του παραστάτη τους. Στην προκειμένη περίπτωση, η συμπερίληψη της επαρχίας στην εν λόγω απόφαση φαίνεται πως είχε σκοπό μάλλον να επανακάμψει ο Κόκκος από το νησί ή να επιβεβαιωθεί από την ιδιαίτερη πατρίδα του η συνέχιση της θητείας του στη θέση του παραστάτη και όχι τη διενέργεια νέας εκλογής, αφού ο ίδιος δεν συμπεριλαμβάνεται ανάμεσα στους παραστάτες που καθαιρέθηκαν με απόφαση του σώματος λόγω της αποχής τους από τις συνεδριάσεις και το Βουλευτικό εξακολούθησε να τον θεωρεί μέλος του. Ωστόσο δεν επανήλθε στα καθήκοντά του, με αποτέλεσμα η επαρχία Νάξου να μείνει δίχως βουλευτική εκπροσώπηση μέχρι το τέλος της Β΄ Περιόδου.