Εν όψει της ανάδειξης αντιπροσώπων για τη Βουλή του 1827 η άλλοτε ενιαία εκλογική επαρχία Απόκουρου και Βενέτικου διαχωρίστηκε σε δύο αυτοτελείς, την επαρχία Απόκουρου και την επαρχία Βενέτικου. Με βάση τον εκλογικό νόμο, στην επαρχία Βενέτικου αναλογούσε ένας βουλευτής.
Λίγες μέρες αφού ξεκίνησαν οι εργασίες του σώματος, στις 27 Ιουνίου 1827, τριάντα πάροικοι της επαρχίας Βενέτικου στο Ναύπλιο υπέβαλαν αναφορά με αίτημα την αναγνώριση του βουλευτής τους και την αποδοχή του στην ολομέλεια. Σημείωναν ότι ενώ η επαρχία τους βρισκόταν σε συνεχή εμπόλεμη κατάσταση και ετοιμότητα λόγω της παρουσίας εχθρικού φρουρίου (σ.σ. κάστρο Ναυπάκτου) στα εδάφη της, δεν της είχε αναγνωριστεί το δικαίωμα της αντιπροσώπευσης έως τότε. Οι εκπρόσωποι της επαρχίας επανήλθαν στις 14 Ιουλίου 1827 με δεύτερη αναφορά προς το σώμα, ζητώντας η ολομέλεια να αποδεχθεί τον βουλευτή τους, επίσκοπο Άρτης Πορφύριο, αφού η επιτροπή ελέγχου των βουλευτικών εγγράφων δεν είχε απαντήσει καταφατικά έως τότε. Η Βουλή παρέπεμψε την αναφορά προς εξέταση στην επιτροπή, η οποία έκρινε στη συνέχεια νόμιμα τα έγγραφα ανάδειξης και ο επίσκοπος Άρτης Πορφύριος ορκίστηκε βουλευτής Βενέτικου στις 9 Αυγούστου 1827. Σύμφωνα ωστόσο με τον κατάλογο μισθοδοσίας των βουλευτών στα πρακτικά της Βουλής με ημερομηνία 18 Ιανουαρίου 1828 η βουλευτική του θητεία ξεκίνησε δύο ημέρες νωρίτερα, στις 7 Αυγούστου.