Η επαρχία Τήνου, η οποία σε προηγούμενα βουλευτικά σώματα αντιπροσωπεύθηκε από έναν παραστάτη, διεκδίκησε και πέτυχε να αντιπροσωπευθεί από δύο βουλευτές στη Βουλή του 1827.
Η εκλογή τους πραγματοποιήθηκε με καθυστέρηση και μάλιστα η περιοχή ανήκε στις επαρχίες εκείνες τις οποίες η Επί των Εσωτερικών και της Αστυνομίας Γραμματεία χρειάστηκε να διατάξει με έγγραφό της στις 11 Αυγούστου 1827 να επισπεύσουν την εκλογή και την αποστολή του αντιπροσώπου τους. Η επαρχιακή συνέλευση για την εκλογή πραγματοποιήθηκε τελικά στις 29 Αυγούστου 1827, με τη συμμετοχή των εκλεκτόρων του ορθόδοξου και του καθολικού πληθυσμού του νησιού, και ανέδειξε ως βουλευτές τους Δρόσο Ν. Δρόσο και Αντώνιο Πόμερ. Την επόμενη μέρα, στις 30 Αυγούστου, η δημογεροντία Τήνου ενημέρωσε την Επί των Εσωτερικών και της Αστυνομίας Γραμματεία σχετικά με το αποτέλεσμα της εκλογής.
Στη συνεδρίαση της Βουλής της 28ης Σεπτεμβρίου 1827 αναγνώστηκε ενώπιον της ολομέλειας άλλη αναφορά της δημογεροντίας σχετικά με την εκλογή. Με αυτήν οι δημογέροντες επεσήμαναν ότι ως τότε η επαρχία έστελνε έναν αντιπρόσωπο εξαιτίας της αποχής των Καθολικών του νησιού από την εκλογική διαδικασία και αιτήθηκαν από το σώμα την αναγνώριση του δικαιώματος της επαρχίας να αντιπροσωπεύεται στο εξής από δύο βουλευτές, καθώς ο συνολικός πληθυσμός της, με την προσθήκη και των Καθολικών, υπερέβαινε το όριο των 25.000 κατοίκων που έθετε ο εκλογικός νόμος για την εκλογή και δεύτερου βουλευτή από την ίδια εκλογική περιφέρεια. Η ολομέλεια παρέπεμψε το αίτημα στην επιτροπή ελέγχου των παραστατικών εγγράφων, με την εντολή να ερευνήσει κατά πόσον οι ισχυρισμοί της δημογεροντίας ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα ή όχι. Είναι βέβαιο ότι η επιτροπή ενέκρινε το αίτημα και επικύρωσε το αποτέλεσμα της εκλογής, κάνοντας δεκτούς και τους δύο εκλεγέντες ως νόμιμους βουλευτές, γιατί από κατάλογο μισθοδοσίας των βουλευτών στα πρακτικά της Βουλής με ημερομηνία 18 Ιανουαρίου 1828 επιβεβαιώνεται η συμμετοχή στο σώμα των Δρόσου Ν. Δρόσου και Αντωνίου Πόμερ, από τη συνεδρίαση της 3ης Οκτωβρίου 1827.